-
1 капитан
капитан м 1) (корабля) о κυβερνήτης, о καπετάνιος ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга ) 2) воен. о λοχαγός 3) спорт, о αρχηγός \капитан* * *м1) ( корабля) ο κυβερνήτης, ο καπετάνιος; ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга)2) воен. ο λοχαγός3) спорт. ο αρχηγόςкапита́н кома́нды — ο αρχηγός της ομάδας
-
2 капитан
капитанм1. ὁ καπετάνιος, ὁ κυβερνήτης πλοίου:\капитан торгового флота ὁ καπετάνιος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ· \капитан даль-него плавания κυβερνήτης πλοίου ἀνοιχτής θαλάσσης·2. воен. ὁ λοχαγός:\капитан кавалерии ὁ Ιλαρχος· \капитан интендантской службы ὁ λοχαγός ἐπιμελητείας· \капитан медицинской слу́жбы ὁ ἰατρός στρατιωτικής ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· \капитан полевой жандармерии (в Греции) ὁ μοίραρχος· \капитан 1-го ранга мор. ὁ πλοίαρχος· \капитан 2-го ранга мор. ὁ ἀντιπλοίαρχος· \капитан 3-го ра́нга мор. ὁ πλωτάρχης· \капитанлейтенант ὁ ὑποπλοίαρχος·3. спорт. ὁ ἀρχηγός:\капитан футбольной команды ὁ ἀρχηγός ποδοσφαιρικής ὁμάδας. -
3 капитан
-а α.1. λοχαγός•ротный командир, в чине капитана διοικητής λόχου με το βαθμό λοχαγού•
капитан кавалерии ίλαρχος•
капитан медицинской службы στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό λοχαγού.
2. πλοίαρχος, κυβερνήτης, καπετάνιος.3. (αθλτ.) αρχηγός•капитан футбольной команды αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας.
εκφρ.—лейтенант – υποπλοίαρχος капитан 1-го ранга πλοίαρχος• капитан 2-го ранга αντιπλοίαρχος• капитан 3-го ранга πλωτάρχης. -
4 капитан
1. мор. ο πλοίαρχος, ο κυβερνήτης, разг. о καπετάνιος 2. (чин в армии) о λοχαγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капитан
-
5 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
6 ранг
рангм ὁ βαθμός, τό ἀξίωμα:высший \ранг ὁ ἀνώτατος βαθμός, τό ἀνώτατο ἀξίωμα· капита́н 1-го \ранга ὁ πλοίαρχος· капитан 2-го \ранга ὁ ἀντιπλοίαρχος· капита́н 3-го \ранга ὁ πλωτάρχης. -
7 ранг
-а α.βαθμός• αξίωμα•высший ранг υψηλό αξίωμα•
капитан 1го, 2го, 3го -а πλοίαρχος, αντιπλοίαρχος, πλωτάρχης.
|| κατηγορία, τάξη.
См. также в других словарях:
Военно-морские силы Греции — Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό Военно морские силы Греции Эмблема ВмС Греции Страна … Википедия